ταμιεύων

ταμιεύων
ταμιεύω
to be treasurer
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”